- περονοσπορώδη
- τα, Ντάξη μαστιγομυκήτων τής κλάσης ωομύκητες, που παρασιτούν στα καλλιεργούμενα φυτά και προκαλούν μεγάλες καταστροφές.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περονοσπορίδες — οι, Ν οικογένεια ωομυκήτων τής τάξης περονοσπορώδη … Dictionary of Greek
περονόσπορος — Ονομασία που δίνεται σε πολυάριθμες ασθένειες των φυτών, που προκαλούνται από μικροσκοπικούς φυκομύκητες της οικογένειας των Περονοσποριδών· το φυτικό σώμα αυτών των μικρομυκήτων είναι ένα νηματοειδές μυκήλιο, που αποτελείται από υφές με πολύ… … Dictionary of Greek
πύθιο — Όνομα δύο οικισμών, 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ.) στην πρώην επαρχία Διδυμοτείχου του νομού Έβρου. Είναι του ομώνυμου δήμου (26 τ. χλμ.). 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ.) στην πρώην επαρχία Ελασσόνας του νομού Λαρίσης. Είναι έδρα του… … Dictionary of Greek
σκληρόσπορος — ο, Ν (μυκητ.) γένος μυκήτων που ανήκει στους μαστιγομύκητες τής τάξης περονοσπορώδη και τού οποίου ορισμένα είδη παρασιτούν στα αγρωστώδη προκαλώντας τις ασθένειες που είναι γνωστές ως περονόσποροι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sclerospora … Dictionary of Greek
σκληρόφθορα — τα, Ν (μυκητ.) γένος μυκήτων που ανήκει στους μαστιγομύκητες τής τάξης περονοσπορώδη και μοιάζει πολύ με τον σκληρόσπορο, προσβάλλοντας και αυτό διάφορα είδη αγρωστωδών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sclerophthora < σκληρός + φθείρω] … Dictionary of Greek
σκωρίαση — η, Ν [σκωριάζω] 1. σκούριασμα 2. βοτ. α) κοινή ονομασία τών μυκήτων τής τάξης ουρεδενώδη β) περιληπτική ονομασία τών ασθενειών που προκαλούνται στα φυτά από μύκητες τής τάξης ουρεδενώδη και οι οποίες εμφανίζονται ως κίτρινα, πορτοκαλιά, καστανά ή … Dictionary of Greek
φυτοφθόρα — η, Ν (μυκητ.) κοσμοπολιτικό γένος μαστιγομυκήτων που ανήκει στην τάξη περονοσπορώδη τής κλάσης ωομύκητες, με είδη τα οποία είναι παράσιτα πολλών τραχεοφύτων και προκαλούν τεράστιες οικονομικές καταστροφές. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ.… … Dictionary of Greek